- ἄρατον
- ἄ̱ρατον , αἴρωattachaor imperat act 2nd dualἄ̱ρατον , αἴρωattachaor ind act 2nd dual (doric aeolic)ἄ̱ρατον , αἴρωattachaor ind act 2nd dual (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρατόν — ἀρᾱτόν , ἀρατός prayed against masc/fem acc sg ἀρᾱτόν , ἀρατός prayed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρατον — Ἄρατος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek